μακροτράχηλος: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μακροτράχηλος:''' -ον, αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Ανθ. | |lsmtext='''μακροτράχηλος:''' -ον, αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μακροτράχηλος:''' (ρᾰ)<br /><b class="num">1)</b> с длинной шеей ([[κάμηλος]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> с длинной шейкой, длинногорлый (sc. [[λάγυνος]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[τρᾰ], ον,
A long-necked, AP5.134, Str.17.3.19 (Comp.), D.S.2.50, Gal.2.429 (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
μακροτράχηλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, Ἀνθ. Π. 5. 135, Διόδ. 2. 50.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au long cou.
Étymologie: μακρός, τράχηλος.
Greek Monolingual
μακροτράχηλος, -ον (AM, Μ και μακρυτράχηλος)
αυτός που έχει μακρύ τράχηλο, μακρύ λαιμό, μακρολαίμης.
Greek Monotonic
μακροτράχηλος: -ον, αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μακροτράχηλος: (ρᾰ)
1) с длинной шеей (κάμηλος Diod.);
2) с длинной шейкой, длинногорлый (sc. λάγυνος Anth.).