μακροτράχηλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μακροτράχηλος:''' -ον, αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Ανθ.
|lsmtext='''μακροτράχηλος:''' -ον, αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μακροτράχηλος:''' (ρᾰ)<br /><b class="num">1)</b> с длинной шеей ([[κάμηλος]] Diod.);<br /><b class="num">2)</b> с длинной шейкой, длинногорлый (sc. [[λάγυνος]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 23:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μακροτράχηλος Medium diacritics: μακροτράχηλος Low diacritics: μακροτράχηλος Capitals: ΜΑΚΡΟΤΡΑΧΗΛΟΣ
Transliteration A: makrotráchēlos Transliteration B: makrotrachēlos Transliteration C: makrotrachilos Beta Code: makrotra/xhlos

English (LSJ)

[τρᾰ], ον,

   A long-necked, AP5.134, Str.17.3.19 (Comp.), D.S.2.50, Gal.2.429 (Comp.).

Greek (Liddell-Scott)

μακροτράχηλος: -ον, ὁ ἔχων μακρὸν τράχηλον, Ἀνθ. Π. 5. 135, Διόδ. 2. 50.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au long cou.
Étymologie: μακρός, τράχηλος.

Greek Monolingual

μακροτράχηλος, -ον (AM, Μ και μακρυτράχηλος)
αυτός που έχει μακρύ τράχηλο, μακρύ λαιμό, μακρολαίμης.

Greek Monotonic

μακροτράχηλος: -ον, αυτός που έχει μακρύ λαιμό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μακροτράχηλος: (ρᾰ)
1) с длинной шеей (κάμηλος Diod.);
2) с длинной шейкой, длинногорлый (sc. λάγυνος Anth.).