μαλοπάρῃος: Difference between revisions

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
(5)
(3)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μᾱλοπάρῃος:''' -ον, Δωρ. αντί [[μηλοπάρῃος]].
|lsmtext='''μᾱλοπάρῃος:''' -ον, Δωρ. αντί [[μηλοπάρῃος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μᾱλοπάρῃος:''' (πᾰ) дор. = *[[μηλοπάρειος]].
}}
}}

Revision as of 23:56, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 91] dor. = μηλοπάρῃος, äpfelwangig, rothe Wangen wie ein Apfel habend, Theocr. 26, 1.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱλοπάρῃος: -ον, Δωρ. ἀντὶ μηλοπάρῃος, Θεόκρ. 26. 1.

Greek Monotonic

μᾱλοπάρῃος: -ον, Δωρ. αντί μηλοπάρῃος.

Russian (Dvoretsky)

μᾱλοπάρῃος: (πᾰ) дор. = *μηλοπάρειος.