μεγαλίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰλίζομαι:''' Παθ. μόνο σε ενεστ., εξυμνούμαι, εκθειάζομαι, σε Όμηρ.
|lsmtext='''μεγᾰλίζομαι:''' Παθ. μόνο σε ενεστ., εξυμνούμαι, εκθειάζομαι, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰλίζομαι:''' превозноситься, чваниться (θυμῷ Hom.).
}}
}}

Revision as of 00:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλίζομαι Medium diacritics: μεγαλίζομαι Low diacritics: μεγαλίζομαι Capitals: ΜΕΓΑΛΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: megalízomai Transliteration B: megalizomai Transliteration C: megalizomai Beta Code: megali/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be exalted, bear oneself proudly, μηδὲ μεγαλίζεο θυμῷ Il.10.69; οὔτ' ἄρ τι μεγαλίζομαι οὔτ' ἀθερίζω Od.23.174.—Ep. word.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλίζομαι: παθ., μεγαλύνομαι, ὑπερηφάνως φέρομαι, μηδὲ μεγαλίζεο θυμῷ Ἰλ. Κ. 69· οὔτ’ ἄρ τι μεγαλίζομαι Ὀδ. Ψ. 174. Ἐπικ. λέξ.

French (Bailly abrégé)

impér. 2ᵉ sg. μεγαλίζεο;
se vanter.
Étymologie: μέγας.

English (Autenrieth)

exalt oneself, be proud. (Il. and Od. 23.174.)

Greek Monolingual

μεγαλίζομαι (Α)
υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας, μεγάλου].

Greek Monotonic

μεγᾰλίζομαι: Παθ. μόνο σε ενεστ., εξυμνούμαι, εκθειάζομαι, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλίζομαι: превозноситься, чваниться (θυμῷ Hom.).