μεγαλίζομαι: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεγᾰλίζομαι:''' Παθ. μόνο σε ενεστ., εξυμνούμαι, εκθειάζομαι, σε Όμηρ. | |lsmtext='''μεγᾰλίζομαι:''' Παθ. μόνο σε ενεστ., εξυμνούμαι, εκθειάζομαι, σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεγᾰλίζομαι:''' превозноситься, чваниться (θυμῷ Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 1 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A to be exalted, bear oneself proudly, μηδὲ μεγαλίζεο θυμῷ Il.10.69; οὔτ' ἄρ τι μεγαλίζομαι οὔτ' ἀθερίζω Od.23.174.—Ep. word.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλίζομαι: παθ., μεγαλύνομαι, ὑπερηφάνως φέρομαι, μηδὲ μεγαλίζεο θυμῷ Ἰλ. Κ. 69· οὔτ’ ἄρ τι μεγαλίζομαι Ὀδ. Ψ. 174. Ἐπικ. λέξ.
French (Bailly abrégé)
impér. 2ᵉ sg. μεγαλίζεο;
se vanter.
Étymologie: μέγας.
English (Autenrieth)
exalt oneself, be proud. (Il. and Od. 23.174.)
Greek Monolingual
μεγαλίζομαι (Α)
υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέγας, μεγάλου].
Greek Monotonic
μεγᾰλίζομαι: Παθ. μόνο σε ενεστ., εξυμνούμαι, εκθειάζομαι, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλίζομαι: превозноситься, чваниться (θυμῷ Hom.).