μεταφορητός: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(25)
(3)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταφορητός]], -ή, -όν (Α) [[μεταφορώ]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί να τον μεταφέρει [[κανείς]], ο [[φορητός]].
|mltxt=[[μεταφορητός]], -ή, -όν (Α) [[μεταφορώ]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί να τον μεταφέρει [[κανείς]], ο [[φορητός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταφορητός:''' переносный, перемещаемый ([[τόπος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 00:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταφορητός Medium diacritics: μεταφορητός Low diacritics: μεταφορητός Capitals: ΜΕΤΑΦΟΡΗΤΟΣ
Transliteration A: metaphorētós Transliteration B: metaphorētos Transliteration C: metaforitos Beta Code: metaforhto/s

English (LSJ)

όν,

   A portable, ἔστι τὸ ἀγγεῖον τόπος μ. Arist.Ph.209b29.

Greek (Liddell-Scott)

μεταφορητός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ μεταφέρῃ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, φορητός, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18.

Greek Monolingual

μεταφορητός, -ή, -όν (Α) μεταφορώ
αυτός τον οποίο μπορεί να τον μεταφέρει κανείς, ο φορητός.

Russian (Dvoretsky)

μεταφορητός: переносный, перемещаемый (τόπος Arst.).