μεσεγγυάω: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεσεγγῠάω:''' Παθ. μτχ. αόρ. αʹ <i>μεσ-εγγυηθείς</i>, [[καταθέτω]] [[κάτι]] ως [[ενέχυρο]] στα χέρια τρίτου προσώπου, σε Πλάτ. — Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι [[ἀργύριον]], το να βρίσκονται τα χρήματα κάποιου κατατεθειμένα στα χέρια τρίτου, σε Δημ. | |lsmtext='''μεσεγγῠάω:''' Παθ. μτχ. αόρ. αʹ <i>μεσ-εγγυηθείς</i>, [[καταθέτω]] [[κάτι]] ως [[ενέχυρο]] στα χέρια τρίτου προσώπου, σε Πλάτ. — Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι [[ἀργύριον]], το να βρίσκονται τα χρήματα κάποιου κατατεθειμένα στα χέρια τρίτου, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεσεγγῠάω:''' давать (третьему лицу) в виде залога, вносить в депозит (τὸ μεσεγγυηθὲν [[θρέμμα]] Plat.): [[ἀργύριον]] μεσεγγυᾶσθαι Dem. (μεσεγγυοῦσθαι Isocr.) иметь деньги в депозите (у третьего лица); [[τρία]] τάλαντα μεσεγγυηθέντα τινί Lys. три таланта, внесенные в депозит на чье-л. имя, т. е. обещанные (при выполнении определенного условия). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 1 January 2019
English (LSJ)
Act. only in aor. inf.
A μεσεγγυῆσαι Poll.8.28:—deposit a pledge in the hands of a third party, in Pass., τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα being so deposited, Lys.29.6:—Med., μεσεγγυήσασθαι ἀργύριον have one's money deposited in the hands of a third party, D. 39.3, cf. Antipho 6.50.
Greek (Liddell-Scott)
μεσεγγῠάω: ἀόρ. ἀπαρ. μεσσεγγυῆσαι, Πολυδ. Η΄, 28. Κατατίθημι ὡς ἐγγύησιν εἰς χεῖρας μεσάζοντος ἢ τρίτου προσώπου, τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα, κατατεθέντα ὡς ἐγγύησις εἰς χεῖρας τρίτου, Λυσ. 182. 1· τὸ μεσεγγυηθὲν Πλάτ. Νόμ. 914D. - Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι ἀργύριον, νὰ καταθέσῃ τις χρήματα εἰς χεῖρας τρίτου, Δημ 995. 21, πρβλ. Ἀντιφῶντα 147. 17· - ὁ Ἰσοκρ. 292Α ἔχει μεσεγγυοῦσθαι ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
consigner un gage entre les mains d’un tiers;
Moy. μεσεγγυάομαι-ῶμαι se faire remettre un gage, exiger une garantie.
Étymologie: μέσος, ἐγγύη.
Greek Monotonic
μεσεγγῠάω: Παθ. μτχ. αόρ. αʹ μεσ-εγγυηθείς, καταθέτω κάτι ως ενέχυρο στα χέρια τρίτου προσώπου, σε Πλάτ. — Μέσ., μεσεγγυᾶσθαι ἀργύριον, το να βρίσκονται τα χρήματα κάποιου κατατεθειμένα στα χέρια τρίτου, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μεσεγγῠάω: давать (третьему лицу) в виде залога, вносить в депозит (τὸ μεσεγγυηθὲν θρέμμα Plat.): ἀργύριον μεσεγγυᾶσθαι Dem. (μεσεγγυοῦσθαι Isocr.) иметь деньги в депозите (у третьего лица); τρία τάλαντα μεσεγγυηθέντα τινί Lys. три таланта, внесенные в депозит на чье-л. имя, т. е. обещанные (при выполнении определенного условия).