μισόχρηστος: Difference between revisions
Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῑσόχρηστος:''' -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν. | |lsmtext='''μῑσόχρηστος:''' -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῑσόχρηστος:''' ненавидящий порядочных людей Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A hating the better sort, opp. μισόδημος, X.HG2.3.47, cf. D.H.8.6; τὸ μ. στόμα τῆς κωμῳδίας Phld.Piet.p.93 G.
German (Pape)
[Seite 192] die guten Bürger hassend, Xen. Hell. 2, 3, 47, im superl., u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσόχρηστος: -ον, ὁ μισῶν τοὺς χρηστοὺς ἀνθρώπους, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 47, πρβλ. Διον. Ἁλ. 8. 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui hait les gens de bien;
Sp. μισοχρηστότατος.
Étymologie: μισέω, χρηστός.
Greek Monolingual
μισόχρηστος, -ον (Α)
1. αυτός που μισεί τους χρηστούς, τους ενάρετους ανθρώπους
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μισόχρηστον
μίσος κατά τών χρηστών ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + χρηστός (πρβλ. φιλό-χρηστος)].
Greek Monotonic
μῑσόχρηστος: -ον, αυτός που μισεί το καλύτερο είδος ανθρώπων, τους χρηστούς ανθρώπους, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μῑσόχρηστος: ненавидящий порядочных людей Xen.