μηχανιώτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μηχᾰνιώτης:''' -ου, ὁ, [[επινοητικός]], σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''μηχᾰνιώτης:''' -ου, ὁ, [[επινοητικός]], σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μηχᾰνιώτης:''' ου ὁ искусник, ловкач HH. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ,
A contriver, h.Merc.436.
German (Pape)
[Seite 181] ὁ, poet, = μηχανητής, H. h. Merc. 436.
Greek (Liddell-Scott)
μηχᾰνιώτης: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ μηχανητής, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 436.
Greek Monolingual
μηχανιώτης, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) επινοητικός, εφευρετικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ιώτης κατά το ἀγγελ-ιώτης].
Greek Monotonic
μηχᾰνιώτης: -ου, ὁ, επινοητικός, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
μηχᾰνιώτης: ου ὁ искусник, ловкач HH.