μετέειπον: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(5)
(3)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετέειπον:''' Επικ. αντί [[μετεῖπον]] (βλ. αυτ.).
|lsmtext='''μετέειπον:''' Επικ. αντί [[μετεῖπον]] (βλ. αυτ.).
}}
{{elru
|elrutext='''μετέειπον:''' эп. = [[μετεῖπον]].
}}
}}

Revision as of 00:08, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

v. μετεῖπον.

English (Autenrieth)

spoke among or to, τισί. See εἶπον.

Greek Monotonic

μετέειπον: Επικ. αντί μετεῖπον (βλ. αυτ.).

Russian (Dvoretsky)

μετέειπον: эп. = μετεῖπον.