μολπαῖος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(25)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=μολπαῑος, -ον (Α) [[μολπή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μολπή]], [[αρμονικός]], [[μελωδικός]].
|mltxt=μολπαῑος, -ον (Α) [[μολπή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[μολπή]], [[αρμονικός]], [[μελωδικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''μολπαῖος:''' певучий ([[ἀοιδή]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 00:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολπαῖος Medium diacritics: μολπαῖος Low diacritics: μολπαίος Capitals: ΜΟΛΠΑΙΟΣ
Transliteration A: molpaîos Transliteration B: molpaios Transliteration C: molpaios Beta Code: molpai=os

English (LSJ)

ον,

   A tuneful, ἀοιδάν Erinn.6.7.

German (Pape)

[Seite 200] zum Gesange gehörig, sangreich, ἀοιδά, Erinn. 3 (VII, 712).

Greek (Liddell-Scott)

μολπαῖος: -α, -ον, ἢ ος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς μολπήν, ἀοιδή Ἤριννα 5.

Greek Monolingual

μολπαῑος, -ον (Α) μολπή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μολπή, αρμονικός, μελωδικός.

Russian (Dvoretsky)

μολπαῖος: певучий (ἀοιδή Anth.).