μοναρχέω: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοναρχέω:''' ([[μόναρχος]]), Ιων. μουν-, μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι απόλυτα [[άρχοντας]], [[μονάρχης]], σε Πίνδ., Πλάτ.· <i>ἐπὶτούτου μουναρχέοντος</i>, κατά την περίοδο που ήταν [[απόλυτος]] [[άρχοντας]], σε Ηρόδ.· με γεν., <i>ἑκόντων μοναρχούντων</i>, σε Αριστ.
|lsmtext='''μοναρχέω:''' ([[μόναρχος]]), Ιων. μουν-, μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι απόλυτα [[άρχοντας]], [[μονάρχης]], σε Πίνδ., Πλάτ.· <i>ἐπὶτούτου μουναρχέοντος</i>, κατά την περίοδο που ήταν [[απόλυτος]] [[άρχοντας]], σε Ηρόδ.· με γεν., <i>ἑκόντων μοναρχούντων</i>, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''μοναρχέω:''' ион. [[μουναρχέω]] единолично владычествовать, одному управлять, неограниченно царствовать (μ. καὶ βασιλεύειν Pind.; κατὰ νόμους Plat.): ἐπὶ [[τούτου]] μουναρχέοντος Her. в его царствование; μ. τινων Arst. царствовать над кем-л.
}}
}}

Revision as of 00:16, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοναρχέω Medium diacritics: μοναρχέω Low diacritics: μοναρχέω Capitals: ΜΟΝΑΡΧΕΩ
Transliteration A: monarchéō Transliteration B: monarcheō Transliteration C: monarcheo Beta Code: monarxe/w

English (LSJ)

Ion. μουν-,

   A to be sovereign, Pi.P.4.165, Pl.R.576b; ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος in this king's time, Hdt.5.61, cf. 46; κατὰ νόμους μ. Pl.Plt.301b: c. gen., ἑκόντων μ. Arist.Pol.1295a16:—Pass., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος ib.1255b19.    II hold the office of μόναρχος at Cos, SIG805.6, Sor.Vit. Hippocr.

German (Pape)

[Seite 201] Alleinherrscher sein, καὶ βασιλεύειν, Pind. P. 4, 165; Plat. Polit. 301 b; ion. μουναρχέω, Her. 5, 46. 61; τινός, Strab. V, 249; pass., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος, Arist. pol. 1, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μοναρχέω: Ἰων. μουν-, εἶμαι μόναρχοςἀπόλυτος κύριος, Πινδ. Π. 4. 293, Πλάτ. Πολ. 576Β· ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος ἐπὶ τῆς μοναρχίας τούτου, Ἡρόδ. 5. 61, πρβλ. 46· κατὰ νόμους μ. Πλάτ. Πολιτικ. 301Β· μετὰ γεν., ἑκόντων μ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 10, 3· πολλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 1. 5, 5. ― Παθ., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 7, 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
commander seul, régner souverainement.
Étymologie: μόναρχος.

English (Slater)

μοναρχέω
   1 be sole ruler “μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν” (P. 4.165) c. dat. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μο[να]ρχε[ῖν] Ἄργει (Pae. 4.29)

Greek Monotonic

μοναρχέω: (μόναρχος), Ιων. μουν-, μέλ. -ήσω, είμαι απόλυτα άρχοντας, μονάρχης, σε Πίνδ., Πλάτ.· ἐπὶτούτου μουναρχέοντος, κατά την περίοδο που ήταν απόλυτος άρχοντας, σε Ηρόδ.· με γεν., ἑκόντων μοναρχούντων, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μοναρχέω: ион. μουναρχέω единолично владычествовать, одному управлять, неограниченно царствовать (μ. καὶ βασιλεύειν Pind.; κατὰ νόμους Plat.): ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος Her. в его царствование; μ. τινων Arst. царствовать над кем-л.