μνίον: Difference between revisions
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μνίον:''' τό, [[βρύο]], θαλάσσιο [[φυτό]] παρεμφερές του βρύου. | |lsmtext='''μνίον:''' τό, [[βρύο]], θαλάσσιο [[φυτό]] παρεμφερές του βρύου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μνίον:''' или μνῖον τό морские водоросли или мох Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,
A seaweed, Lyc.398, Agatharch.44,83, Str.16.4.7, Ael.NA 13.3, etc. [ῐ, Numen. ap. Ath.7.295c; ῖ, Nic.Al.396.]
German (Pape)
[Seite 196] τό, auch μνῖον, Nic. Al. 396, Meergras, Seemoos, wie βρύον; von einem Fische, γλαῦκον περόωντα κατὰ μνία σιγαλόεντα, Numen. bei Ath. VII, 295 b; Lycophr. 398.
Greek (Liddell-Scott)
μνίον: τό, θαλάσσιον μικρὸν φυτὸν μὲ φύλλα ὡς τὸ ἔριον, Λυκόφρων 398· ὡς τὸ βρύον· συγγενὲς τῷ μνόος· πρβλ. τὸ ἑπόμ. [ῐ, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 295C· ἀλλὰ ῑ ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 396, πρβλ. 497, καὶ ἰδὲ θρῖον].
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mousse, algue marine, goémon, varech.
Étymologie: DELG étym. inconnue.
Greek Monotonic
μνίον: τό, βρύο, θαλάσσιο φυτό παρεμφερές του βρύου.
Russian (Dvoretsky)
μνίον: или μνῖον τό морские водоросли или мох Anth.