νεώνητος: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεώνητος:''' -ον, αυτός που έχει αγοραστεί πρόσφατα, λέγεται για δούλους, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''νεώνητος:''' -ον, αυτός που έχει αγοραστεί πρόσφατα, λέγεται για δούλους, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεώνητος:''' недавно или только что купленный (sc. ὁ [[δοῦλος]] Arph., Luc., Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A newly bought, of slaves, Ar.Eq.2, Timocl.7.2, Ph.2.73, cf. Ar.Pl.769; κύνες Aristo Stoic.1.88; ἀγρός App.BC4.41.
German (Pape)
[Seite 249] neuerdings, eben erst gekauft, Ar. Equ. 2 Plut. 769, von Sklaven, wie Luc. navig. 19.
Greek (Liddell-Scott)
νεώνητος: -ον, ὁ νεωστὶ ἀγορασθείς, ἐπὶ δούλων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 2, Πλ. 769.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement acheté.
Étymologie: νέος, ὠνέομαι.
Greek Monolingual
νεώνητος, -ον (Α)
(για δούλους) αυτός που αγοράστηκε πρόσφατα, νεοαγορασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ώνητος (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. αργυρ-ώνητος].
Greek Monotonic
νεώνητος: -ον, αυτός που έχει αγοραστεί πρόσφατα, λέγεται για δούλους, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
νεώνητος: недавно или только что купленный (sc. ὁ δοῦλος Arph., Luc., Plut.).