μωλωπίζω: Difference between revisions
ἀλλ' οὐδὲν δεῖ παρὰ τὸν βωμόν σε βουλεύειν → better safe than sorry
(26) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(ΑΜ [[μωλωπίζω]]) [[μώλωψ]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον και του [[προξενώ]] κακώσεις, μώλωπες, σε διάφορα [[σημεία]] του σώματός του<br /><b>2.</b> (το μέσ. και παθ.) <i>μωλωπίζομαι</i><br />έχω μώλωπες που προκλήθηκαν από δική μου [[ενέργεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μοιάζω]] με τσιμπήματα κουνουπιών<br /><b>2.</b> (το παθ.) έχω στο [[σώμα]] μώλωπες, [[σημεία]] κακώσεων που προκλήθηκαν από άλλον. | |mltxt=(ΑΜ [[μωλωπίζω]]) [[μώλωψ]]<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον και του [[προξενώ]] κακώσεις, μώλωπες, σε διάφορα [[σημεία]] του σώματός του<br /><b>2.</b> (το μέσ. και παθ.) <i>μωλωπίζομαι</i><br />έχω μώλωπες που προκλήθηκαν από δική μου [[ενέργεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μοιάζω]] με τσιμπήματα κουνουπιών<br /><b>2.</b> (το παθ.) έχω στο [[σώμα]] μώλωπες, [[σημεία]] κακώσεων που προκλήθηκαν από άλλον. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μωλωπίζω:''' досл. покрывать синяками, перен. увечить, уродовать (συμπεφυρμένος καὶ μεμωλωπισμένος Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
A beat and bruise severely, τινα Aq.Ca.5.7:—Pass., μεμωλωπις μένος marked with stripes, Plu.2.126c. II resemble mosquito bites, Herod.Med. ap. Aët.5.129.
German (Pape)
[Seite 225] Striemen machen, D. L. 7, 23; Plut. de san. tuend. p. 387 vrbdt συμπεφυρμένον πολλῷ τῷ ἀλλοτρίῳ καὶ μεμωλωπισμένον.
Greek (Liddell-Scott)
μωλωπίζω: τραυματίζω ἰσχυρῶς, τινὰ Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - παθ., μεμωλωπισμένος φέρων σημεῖα κακώσεως καὶ πληγῶν, «πληγωμένος», Πλούτ. 2. 126C.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐμωλώπισα, part. pf. Pass. μεμωλωπισμένος;
meurtrir.
Étymologie: μώλωψ.
Greek Monolingual
(ΑΜ μωλωπίζω) μώλωψ
1. χτυπώ κάποιον και του προξενώ κακώσεις, μώλωπες, σε διάφορα σημεία του σώματός του
2. (το μέσ. και παθ.) μωλωπίζομαι
έχω μώλωπες που προκλήθηκαν από δική μου ενέργεια
αρχ.
1. μοιάζω με τσιμπήματα κουνουπιών
2. (το παθ.) έχω στο σώμα μώλωπες, σημεία κακώσεων που προκλήθηκαν από άλλον.
Russian (Dvoretsky)
μωλωπίζω: досл. покрывать синяками, перен. увечить, уродовать (συμπεφυρμένος καὶ μεμωλωπισμένος Plut.).