ναυκρατέω: Difference between revisions

From LSJ

ἀναπλασμὸς ἐκ ματαίων ἐλπίδων → building of castles in the air

Source
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυκρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[κυρίαρχος]] των θαλασσών, είμαι [[θαλασσοκράτορας]], σε Θουκ. — Παθ., θαλασσοκρατούμαι, [[φαίνομαι]] [[υποδεέστερος]] στη [[θάλασσα]], [[ηττώμαι]] σε [[ναυμαχία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ναυκρᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[κυρίαρχος]] των θαλασσών, είμαι [[θαλασσοκράτορας]], σε Θουκ. — Παθ., θαλασσοκρατούμαι, [[φαίνομαι]] [[υποδεέστερος]] στη [[θάλασσα]], [[ηττώμαι]] σε [[ναυμαχία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυκρᾰτέω:''' одерживать победу на море, иметь перевес в военно-морских силах Thuc.: διὰ τὸ ναυκρατεῖσθαι Xen. вследствие слабости (своих) морских сил.
}}
}}

Revision as of 00:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυκρᾰτέω Medium diacritics: ναυκρατέω Low diacritics: ναυκρατέω Capitals: ΝΑΥΚΡΑΤΕΩ
Transliteration A: naukratéō Transliteration B: naukrateō Transliteration C: nafkrateo Beta Code: naukrate/w

English (LSJ)

   A have the command of the sea, Th.7.60:—Pass., to be mastered at sea, X.HG6.2.8.

German (Pape)

[Seite 231] mit den Schiffen zur See die Oberhand haben, siegen, Thuc. 7, 60; pass., Xen. Hell. 6, 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ναυκρᾰτέω: ἔχω τὸ κράτος ἐν τῇ θαλάσσῃ, εἶμαι θαλασσοκράτωρ, Θουκ. 7. 60. - Παθ., θαλασσοκρατοῦμαι, ἡττῶμαι κατὰ θάλασσαν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 8.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
dominer ou vaincre sur mer.
Étymologie: ναυκράτης.

Greek Monotonic

ναυκρᾰτέω: μέλ. -ήσω, είμαι κυρίαρχος των θαλασσών, είμαι θαλασσοκράτορας, σε Θουκ. — Παθ., θαλασσοκρατούμαι, φαίνομαι υποδεέστερος στη θάλασσα, ηττώμαι σε ναυμαχία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ναυκρᾰτέω: одерживать победу на море, иметь перевес в военно-морских силах Thuc.: διὰ τὸ ναυκρατεῖσθαι Xen. вследствие слабости (своих) морских сил.