νᾶας: Difference between revisions
From LSJ
διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νᾶας:''' Δωρ. αιτ. πληθ. του [[ναῦς]]. | |lsmtext='''νᾶας:''' Δωρ. αιτ. πληθ. του [[ναῦς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νᾶας:''' дор. acc. pl. к [[ναῦς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. acc. pl. of ναῦς (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
νᾶας: Δωρ. αἰτ. πληθ. τοῦ ναῦς, Θεόκρ. 7. 152., 22. 17.
Greek Monolingual
νάας και νάς, ὁ (Α)
φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. εβρ. προέλευσης].
Greek Monotonic
νᾶας: Δωρ. αιτ. πληθ. του ναῦς.
Russian (Dvoretsky)
νᾶας: дор. acc. pl. к ναῦς.