νεόρραντος: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεόρραντος:''' -ον ([[ῥαίνω]]), φρεσκοραντισμένος, σε Σοφ. | |lsmtext='''νεόρραντος:''' -ον ([[ῥαίνω]]), φρεσκοραντισμένος, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεόρραντος:''' недавно окропленный (кровью), покрытый свежей кровью ([[ξίφος]] Soph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (ῥαίνω)
A newly sprinkled, ν. ξίφος a fresh-reeking sword, S.Aj.30, 828; δάκρυα ν. newly shed, Aristid. Or.24 (44). 44.
Greek (Liddell-Scott)
νεόρραντος: -ον, (ραίνω) ὁ νεωστὶ ῥαντισθείς, ν. ξίφος, νεοβρεγμένον (ἐκ τοῦ αἵματος) Σοφ. Αἴ. 30, 828· δάκρυα ν., νεωστὶ χυθέντα, Ἀριστείδ. 2. 395D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
récemment trempé.
Étymologie: νέος, ῥαίνω.
Greek Monolingual
νεόρραντος, -ον (Α)
1. αυτός που ραντίστηκε πρόσφατα («μόνον πηδῶντα πεδία σὺν νεορράντῳ ξίφει», Σοφ.)
2. αυτός που χύθηκε πρόσφατα («δάκρυα νεόρραντα», Αριστείδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -(ρ)ραντος (< ῥαίνω), πρβλ. πολύ-ρραντος].
Greek Monotonic
νεόρραντος: -ον (ῥαίνω), φρεσκοραντισμένος, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νεόρραντος: недавно окропленный (кровью), покрытый свежей кровью (ξίφος Soph.).