οἰκοφθόρος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰκοφθόρος:''' ὁ ([[φθείρω]]), αυτός που καταστρέφει ένα [[σπίτι]], [[άσωτος]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''οἰκοφθόρος:''' ὁ ([[φθείρω]]), αυτός που καταστρέφει ένα [[σπίτι]], [[άσωτος]], σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰκοφθόρος:''' ὁ разоритель, расточитель Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A one who ruins a house, a prodigal, synonym: φθορόοικος E. Fr.1055, Pl.Lg.689d, Ph.1.311. II seducer, adulterer, PGrenf. 1.53.19 (-φθερ-, iv A.D.), Suid. s.v. Ἱλάριος.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοφθόρος: ὁ, ὁ φθείρων, καταστρέφων οἶκον, ἄσωτος, Εὐρ. Ἀποσπ. 1041, Πλάτ. Νόμ. 689D, Διον. Ἁλ. 1. 14· - ὁ ἐξαπατῶν γυναῖκα εἰς ἀσέλγειαν, μοιχός, Σουΐδ. ἐν λ. Ἱλάριος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ruine une maison, prodigue;
2 coupable d’adultère.
Étymologie: οἶκος, φθείρω.
Greek Monotonic
οἰκοφθόρος: ὁ (φθείρω), αυτός που καταστρέφει ένα σπίτι, άσωτος, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
οἰκοφθόρος: ὁ разоритель, расточитель Plat.