ὁμόκλαρος: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁμόκλᾱρος:''' Δωρ. αντί [[ὁμόκληρος]].
|lsmtext='''ὁμόκλᾱρος:''' Δωρ. αντί [[ὁμόκληρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁμόκλᾱρος:''' дор. = *[[ὁμόκληρος]].
}}
}}

Revision as of 00:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόκλᾱρος Medium diacritics: ὁμόκλαρος Low diacritics: ομόκλαρος Capitals: ΟΜΟΚΛΑΡΟΣ
Transliteration A: homóklaros Transliteration B: homoklaros Transliteration C: omoklaros Beta Code: o(mo/klaros

English (LSJ)

Dor. for ὁμόκληρος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκλᾱρος: Δωρ. ἀντὶ ὁμόκληρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une part égale.
Étymologie: ὁμός, κλῆρος.

English (Slater)

ὁμόκλᾱρος
   1 sharing the same fortune ὁμόκλαρον ἐς ἀδελφεὸν (ὡς ὁμοῦ νικησάντων Ἴσθμια Σ.) (O. 2.49) ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν αὐδὰν μανύει Πυθῶνος αἰπεινᾶς ὁμοκλάροις ἐπόπταις joint (N. 9.5)

Greek Monolingual

ὁμόκλαρος, -ον (Α)
(δωρ. τ.) βλ. ομόκληρος.

Greek Monotonic

ὁμόκλᾱρος: Δωρ. αντί ὁμόκληρος.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόκλᾱρος: дор. = *ὁμόκληρος.