ὀρίνδης: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
(29)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀρίνδης]], ὁ (Α)<br />[[άρτος]] παρασκευασμένος από όρυζα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημ. της λ. [[ὀρίνδης]], που [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] δηλώνει τον άρτο τον παρασκευασμένο από όρυζα (απ' όπου [[ὄρινδα]] «όρυζα»), δεν [[είναι]] απόλυτα εξακριβωμένη. Κατ' άλλους, η λ. δηλώνει έναν αιθιοπικό σπόρο φυτού που μοιάζει με [[σουσάμι]], ενώ κατ' άλλους άρτο παρασκευασμένο από [[ρύζι]] ή από ένα [[είδος]] αιθιοπικού σπόρου που μοιάζει με [[σουσάμι]]. Αν η λ., παρ' όλα αυτά, αναφέρεται στο [[ρύζι]], [[τότε]] αποτελεί παράλληλο τ. της λ. <i>όρυζα</i> και [[είναι]] [[δάνειο]] από τη Δυτική Ιρανική (<b>πρβλ.</b> και περσ. <i>birinj</i>, αρμ. <i>brinj</i>). Βλ. και λ. <i>όρυζα</i>].
|mltxt=[[ὀρίνδης]], ὁ (Α)<br />[[άρτος]] παρασκευασμένος από όρυζα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η σημ. της λ. [[ὀρίνδης]], που [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] δηλώνει τον άρτο τον παρασκευασμένο από όρυζα (απ' όπου [[ὄρινδα]] «όρυζα»), δεν [[είναι]] απόλυτα εξακριβωμένη. Κατ' άλλους, η λ. δηλώνει έναν αιθιοπικό σπόρο φυτού που μοιάζει με [[σουσάμι]], ενώ κατ' άλλους άρτο παρασκευασμένο από [[ρύζι]] ή από ένα [[είδος]] αιθιοπικού σπόρου που μοιάζει με [[σουσάμι]]. Αν η λ., παρ' όλα αυτά, αναφέρεται στο [[ρύζι]], [[τότε]] αποτελεί παράλληλο τ. της λ. <i>όρυζα</i> και [[είναι]] [[δάνειο]] από τη Δυτική Ιρανική (<b>πρβλ.</b> και περσ. <i>birinj</i>, αρμ. <i>brinj</i>). Βλ. και λ. <i>όρυζα</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρίνδης:''' adj. m рисовый, из рисовой муки ([[ἄρτος]] Soph.).
}}
}}

Revision as of 01:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρίνδης Medium diacritics: ὀρίνδης Low diacritics: ορίνδης Capitals: ΟΡΙΝΔΗΣ
Transliteration A: oríndēs Transliteration B: orindēs Transliteration C: orindis Beta Code: o)ri/ndhs

English (LSJ)

ἄρτος, ὁ,

   A bread made of ὄρυζα, S.Fr.609 (ap.Ath.3.110e), Poll.6.73 (who also has ὀρίνδιον σπέρμα), Hsch. ; ὀρίνδα in Phryn. PSp.93 B. is perh. corrupt. (Loan-word, cf. Mod.Pers. birin[jcaron], gurin[jcaron], Afghan vrižē, Skt. vrīhi 'rice': ὄρυζα comes from the same source.)

German (Pape)

[Seite 378] ἄρτος, ὁ, aus ὄρινδα od. ὄρυζα bereitetes Brot, Soph. frg. 532 bei Ath. III, 110 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρίνδης: ἄρτος, ὁ, ἄρτος παρεσκευασμένος ἐξ ὀρύζης, Σοφ. Ἀποσπ. 532 («ὀρίνδου δ’ ἄρτου μέμνηται Σοφοκλῆς ἐν «Τριπτολέμῳ», ἤτοι τοῦ ἐξ’ ὀρύζης γινομένου, ἢ ἀπὸ τοῦ ἐν Αἰθιοπίᾳ γινομένου σπέρματος, ὅ ἐστιν ὅμοιον σησάμῳ» Ἀθήν. 110Ε)· - ὁ αὐτὸς τύπος παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 73 (ὅστις ἔχει καὶ ὀρίνδιον σπέρμα), καὶ παρ’ Ἡσυχ.· ὁ δὲ τύπος ὀρίνδα ἐν Α. Β. 54 εἶναι ἴσως ἐκ παραφθορᾶς.

Greek Monolingual

ὀρίνδης, ὁ (Α)
άρτος παρασκευασμένος από όρυζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η σημ. της λ. ὀρίνδης, που κατά την επικρατέστερη άποψη δηλώνει τον άρτο τον παρασκευασμένο από όρυζα (απ' όπου ὄρινδα «όρυζα»), δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένη. Κατ' άλλους, η λ. δηλώνει έναν αιθιοπικό σπόρο φυτού που μοιάζει με σουσάμι, ενώ κατ' άλλους άρτο παρασκευασμένο από ρύζι ή από ένα είδος αιθιοπικού σπόρου που μοιάζει με σουσάμι. Αν η λ., παρ' όλα αυτά, αναφέρεται στο ρύζι, τότε αποτελεί παράλληλο τ. της λ. όρυζα και είναι δάνειο από τη Δυτική Ιρανική (πρβλ. και περσ. birinj, αρμ. brinj). Βλ. και λ. όρυζα].

Russian (Dvoretsky)

ὀρίνδης: adj. m рисовый, из рисовой муки (ἄρτος Soph.).