Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὀρνιθοτρόφος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us

Apollonius of Rhodes, Argonautica, 3.1129f.
(5)
(3b)
Line 13: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρνῑθοτρόφος:''' -ον ([[τρέφω]]), αυτός που εκτρέφει πουλιά, [[πτηνοτρόφος]].
|lsmtext='''ὀρνῑθοτρόφος:''' -ον ([[τρέφω]]), αυτός που εκτρέφει πουλιά, [[πτηνοτρόφος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρνῑθοτρόφος:''' ὁ птицевод, куровод Diod.
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 383] Vögel, bes. Hühner fütternd, haltend, Schol. Ar. Pax 1003 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πτηνά, Διόδ. 1. 74.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des oiseaux, particul. qui élève des poules.
Étymologie: ὄρνις, τρέφω.

Greek Monolingual

-ο (Α ὀρνιθοτρόφος, -ον)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοτρόφος
άτομο που εκτρέφει και εμπορεύεται όρνιθες, πτηνοτρόφος
αρχ.
αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και την αναπαραγωγή ορνίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. θηριο-τρόφος].

Greek Monotonic

ὀρνῑθοτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που εκτρέφει πουλιά, πτηνοτρόφος.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθοτρόφος: ὁ птицевод, куровод Diod.