ὀψιαίτερος: Difference between revisions
From LSJ
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
(5) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀψιαίτερος:''' [[ὀψιαίτατος]], Αττ. συγκρ. και υπερθ. του [[ὄψιος]]. | |lsmtext='''ὀψιαίτερος:''' [[ὀψιαίτατος]], Αττ. συγκρ. και υπερθ. του [[ὄψιος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀψιαίτερος:''' compar. к ὄφιος. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ὀψιαίτατος, Att. Comp. and Sup. of ὄψιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Ἀττ. συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ ὄψιος.
Greek Monotonic
ὀψιαίτερος: ὀψιαίτατος, Αττ. συγκρ. και υπερθ. του ὄψιος.
Russian (Dvoretsky)
ὀψιαίτερος: compar. к ὄφιος.