παντορέκτης: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(30) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και [[παντορέκτης]], ὁ, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να πράξει τα [[πάντα]] («οὐ [[θέλω]] συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥέκτης]] «[[δραστήριος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέζω]] «[[πράττω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-<i>ρρέκτης</i>].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />αυτός που επιθυμεί τα [[πάντα]], [[άπληστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀρέγω]] (<b>πρβλ.</b> <i>κακ</i>-<i>ορέκτης</i>)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και [[παντορέκτης]], ὁ, Α<br />αυτός που [[είναι]] [[ικανός]] να πράξει τα [[πάντα]] («οὐ [[θέλω]] συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥέκτης]] «[[δραστήριος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ῥέζω]] «[[πράττω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>κακο</i>-<i>ρρέκτης</i>].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />αυτός που επιθυμεί τα [[πάντα]], [[άπληστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀρέγω]] (<b>πρβλ.</b> <i>κακ</i>-<i>ορέκτης</i>)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παντορέκτης:''' ου adj. m все созидающий ([[Ἔρως]] Anacr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ου, ὁ, (ῥέζω)
A = πανοῦργος, Ἔρως Anacreont.10.11, cf. Porph.Abst.1.42, Jul.Or.6.197b. II (ὀρέγομαι) all-desiring, Adam.1.16, 2.41.
German (Pape)
[Seite 464] ὁ, Alles thuend, Ἔρως Anacr. 10, 11, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παντορέκτης: -ου, ὁ, (ῥέζω) παντουργός, Ἀνακρεόντ. 10. 11, Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ. 1. 42, Ἰουλιαν. 197Β. ΙΙ. (ὀρέγομαι) ὁ τῶν πάντων ὀρεγόμενος, Ἀδαμαντ. Φυσιογν. 1. 7 και 13.
Greek Monolingual
(I)
και παντορέκτης, ὁ, Α
αυτός που είναι ικανός να πράξει τα πάντα («οὐ θέλω συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ῥέκτης «δραστήριος» (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο-ρρέκτης].———————— (II)
ὁ, Α
αυτός που επιθυμεί τα πάντα, άπληστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + ὀρέγω (πρβλ. κακ-ορέκτης)].
Russian (Dvoretsky)
παντορέκτης: ου adj. m все созидающий (Ἔρως Anacr.).