πανάμωμος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνάμωμος:''' -ον, εντελώς [[αγνός]], σε Σιμων.
|lsmtext='''πᾰνάμωμος:''' -ον, εντελώς [[αγνός]], σε Σιμων.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰνάμωμος:''' (ᾰμ) совершенно непорочный ([[ἄνθρωπος]] Plat.).
}}
}}

Revision as of 01:31, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνάμωμος Medium diacritics: πανάμωμος Low diacritics: πανάμωμος Capitals: ΠΑΝΑΜΩΜΟΣ
Transliteration A: panámōmos Transliteration B: panamōmos Transliteration C: panamomos Beta Code: pana/mwmos

English (LSJ)

ον,

   A all-blameless, Simon.5.17.

German (Pape)

[Seite 456] ganz untadelhaft, Simonds. bei Plat. Prot. 345 c u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνάμωμος: -ον, ὅλως ἄμωμος, πάναγνος, Σιμωνίδ. 8.17 (Scneidew. 12. 19).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait sans reproches.
Étymologie: πᾶν, ἄμωμος.

Greek Monolingual

πανάμωμος, -ον (ΑΜ)
καθ' όλα άψογος, εντελώς ανεπίληπτος, πάναγνος
μσν.
το θηλ. μία από τις τιμητικές προσωνυμίες της Θεοτόκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄμωμος.

Greek Monotonic

πᾰνάμωμος: -ον, εντελώς αγνός, σε Σιμων.

Russian (Dvoretsky)

πᾰνάμωμος: (ᾰμ) совершенно непорочный (ἄνθρωπος Plat.).