παππάξ: Difference between revisions
From LSJ
ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)
(30) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και παπαππάξ και παπαπαππάξ Α<br />(κωμική λ.) ήχοι κατ' [[απομίμηση]] του κρότου της πορδής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ.]. | |mltxt=και παπαππάξ και παπαπαππάξ Α<br />(κωμική λ.) ήχοι κατ' [[απομίμηση]] του κρότου της πορδής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ηχομιμητική λ.]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παππάξ:''' πᾰπαππάξ, [[παπαπαππάξ]] interj. звукоподраж. трах-тарарах! Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 1 January 2019
English (LSJ)
πᾰπᾰπαππάξ, sounds to imitate a
A crepitus ventris, Ar. Nu.390 sq.
German (Pape)
[Seite 466] παππάξ, Ar. Nubb. 389, u. παπαπαππάξ, 390, komische Nachahmung des Tons, den beim Durchfall der herausplatzende Unrath hervorbringt.
Greek (Liddell-Scott)
παππάξ: παπαππάξ, παπαπαππάξ, ἦχοι κατ’ ἀπομίμησιν τῆς πορδῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 390 κἑξ.
Greek Monolingual
και παπαππάξ και παπαπαππάξ Α
(κωμική λ.) ήχοι κατ' απομίμηση του κρότου της πορδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ.].
Russian (Dvoretsky)
παππάξ: πᾰπαππάξ, παπαπαππάξ interj. звукоподраж. трах-тарарах! Arph.