παρασκευαστός: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
(31)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[παρασκευάζω]]<br />αυτόν που μπορεί [[κανείς]] να παρασκευάσει ή να παράσχει.
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />[[παρασκευάζω]]<br />αυτόν που μπορεί [[κανείς]] να παρασκευάσει ή να παράσχει.
}}
{{elru
|elrutext='''παρασκευαστός:''' могущий быть приготовленным или устроенным (ὑπ᾽ ἀνθρώπων ἀνθρώποις Plat.).
}}
}}

Revision as of 01:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασκευαστός Medium diacritics: παρασκευαστός Low diacritics: παρασκευαστός Capitals: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣΤΟΣ
Transliteration A: paraskeuastós Transliteration B: paraskeuastos Transliteration C: paraskevastos Beta Code: paraskeuasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that can be provided or procured, Pl.Prt.319b, 324c.

German (Pape)

[Seite 498] was herbeigeschafft oder bereitet werden kann, μηδ' ὑπ' ἀνθρώπων παρασκευαστόν, Plat. Prot. 319 b, vgl. 324 a.

Greek (Liddell-Scott)

παρασκευαστός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παρασκευάσῃ ἢ παράσχῃ Πλάτ. Πρωτ. 319Β, 324C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
que l’on peut préparer ou se procurer.
Étymologie: παρασκευάζω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
παρασκευάζω
αυτόν που μπορεί κανείς να παρασκευάσει ή να παράσχει.

Russian (Dvoretsky)

παρασκευαστός: могущий быть приготовленным или устроенным (ὑπ᾽ ἀνθρώπων ἀνθρώποις Plat.).