παρασυγγραφέω: Difference between revisions
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρασυγγρᾰφέω:''' [[παραβαίνω]] τη [[συμφωνία]] μου, <i>τινα</i>, σε Δημ. | |lsmtext='''παρασυγγρᾰφέω:''' [[παραβαίνω]] τη [[συμφωνία]] μου, <i>τινα</i>, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρασυγγρᾰφέω:''' нарушая договорные условия обманывать, делать жертвой (своего) вероломства (τινα Dem.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 1 January 2019
English (LSJ)
A break contract with, τινα D.56.28 : abs., ib.34, PPetr.3p.161 (iii B.C.) ; τι PTeb.105.34 (ii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 500] wider den Inhalt des Vertrages od. Contracts, συγγραφή handeln u. dadurch Einen betrügen, οὓς παρασυγγεγράφηκας, Dem. 56, 28. 34; von Poll. 8, 140 erwähnt.
Greek (Liddell-Scott)
παρασυγγρᾰφέω: ἀπατῶ διὰ παραβάσεως τῶν ὅρων τοῦ συμβολαίου, παραβαίνω τὸ μετά τινος συμβόλαιόν μου, τινα Δημ. 1291. 17., 1293. 7· - πᾰρασυγγρᾰφή, ἡ, παράβασις ἢ παραβίασις συμβολαίου, Papyr. Taur. παρὰ Peyron. 2. σ. 46.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
violer une convention écrite, un contrat.
Étymologie: παρά, συγγράφω.
Greek Monotonic
παρασυγγρᾰφέω: παραβαίνω τη συμφωνία μου, τινα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
παρασυγγρᾰφέω: нарушая договорные условия обманывать, делать жертвой (своего) вероломства (τινα Dem.).