παρασυγγραφέω

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρασυγγρᾰφέω Medium diacritics: παρασυγγραφέω Low diacritics: παρασυγγραφέω Capitals: ΠΑΡΑΣΥΓΓΡΑΦΕΩ
Transliteration A: parasyngraphéō Transliteration B: parasyngrapheō Transliteration C: parasyggrafeo Beta Code: parasuggrafe/w

English (LSJ)

break contract with, τινα D.56.28: abs., ib.34, PPetr.3p.161 (iii B.C.); τι PTeb.105.34 (ii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 500] wider den Inhalt des Vertrages od. Contracts, συγγραφή handeln u. dadurch Einen betrügen, οὓς παρασυγγεγράφηκας, Dem. 56, 28. 34; von Poll. 8, 140 erwähnt.

French (Bailly abrégé)

παρασυγγραφῶ :
violer une convention écrite, un contrat.
Étymologie: παρά, συγγράφω.

Russian (Dvoretsky)

παρασυγγρᾰφέω: нарушая договорные условия обманывать, делать жертвой (своего) вероломства (τινα Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

παρασυγγρᾰφέω: ἀπατῶ διὰ παραβάσεως τῶν ὅρων τοῦ συμβολαίου, παραβαίνω τὸ μετά τινος συμβόλαιόν μου, τινα Δημ. 1291. 17., 1293. 7· - πᾰρασυγγρᾰφή, ἡ, παράβασις ἢ παραβίασις συμβολαίου, Papyr. Taur. παρὰ Peyron. 2. σ. 46.

Greek Monotonic

παρασυγγρᾰφέω: παραβαίνω τη συμφωνία μου, τινα, σε Δημ.

Middle Liddell

to break contract with, τινα Dem.