παρασυγγραφέω
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
break contract with, τινα D.56.28: abs., ib.34, PPetr.3p.161 (iii B.C.); τι PTeb.105.34 (ii B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 500] wider den Inhalt des Vertrages od. Contracts, συγγραφή handeln u. dadurch Einen betrügen, οὓς παρασυγγεγράφηκας, Dem. 56, 28. 34; von Poll. 8, 140 erwähnt.
French (Bailly abrégé)
παρασυγγραφῶ :
violer une convention écrite, un contrat.
Étymologie: παρά, συγγράφω.
Russian (Dvoretsky)
παρασυγγρᾰφέω: нарушая договорные условия обманывать, делать жертвой (своего) вероломства (τινα Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
παρασυγγρᾰφέω: ἀπατῶ διὰ παραβάσεως τῶν ὅρων τοῦ συμβολαίου, παραβαίνω τὸ μετά τινος συμβόλαιόν μου, τινα Δημ. 1291. 17., 1293. 7· - πᾰρασυγγρᾰφή, ἡ, παράβασις ἢ παραβίασις συμβολαίου, Papyr. Taur. παρὰ Peyron. 2. σ. 46.
Greek Monotonic
παρασυγγρᾰφέω: παραβαίνω τη συμφωνία μου, τινα, σε Δημ.