παραστατέω: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραστᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[στέκομαι]] δίπλα ή κοντά, σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[στέκομαι]] δίπλα, [[υποστηρίζω]], [[βοηθώ]], <i>τινί</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.
|lsmtext='''παραστᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[στέκομαι]] δίπλα ή κοντά, σε Τραγ.<br /><b class="num">2.</b> [[στέκομαι]] δίπλα, [[υποστηρίζω]], [[βοηθώ]], <i>τινί</i>, σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''παραστᾰτέω:''' <b class="num">1)</b> стоять возле (θρόνοις [[πέλας]] Soph.; Ἀδράστῳ [[πλησίον]] Eur.): [[φόβος]] ἀνθ᾽ ὕπνου παραστατεῖ Aesch. страх вместо сна стоит у ложа (Агамемнона);<br /><b class="num">2)</b> быть в помощь, помогать (τινι Soph., Arph.).
}}
}}

Revision as of 01:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραστᾰτέω Medium diacritics: παραστατέω Low diacritics: παραστατέω Capitals: ΠΑΡΑΣΤΑΤΕΩ
Transliteration A: parastatéō Transliteration B: parastateō Transliteration C: parastateo Beta Code: parastate/w

English (LSJ)

   A stand by or near, abs., A.Ag.877 ; φόβος ἀνθ' ὕπνου π. ib. 14 ; πέλας τινὶ π. Id.Th.669, cf. S.OT 400, E.Ph.160.    2 stand by, i. e. support, succour, c. dat., S.El.917, Ar.Th.370 (lyr.), etc. ; ἐν γόοις π. [τινι] A.Ag.1079(lyr.).

German (Pape)

[Seite 500] daneben, dabei, zur Seite stehen; φόβος γὰρ ἀνθ' ὕπνου παραστατεῖ, Aesch. Ag. 14, vgl. 851. 1174; Soph. O. R. 399; Eur. Phoen. 163; ἡμῖν θεοὺς παραστατεῖν, zum Schutze, Ar. Thesm. 370.

Greek (Liddell-Scott)

παραστᾰτέω: ἵσταμαι πλησίον, ἀπολ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 877· φόβος ἀνθ’ ὕπνου π. αὐτόθι 14· π. πινι ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 669· π. τινι πέλας ἢ πλησίον Σοφ. Ο. Τ. 400, Εὐρ. Φοίν. 160. 2) παρίσταμαι, δηλ. ἔρχομαι εἰς ἐπικουρίαν, βοηθῶ, τινι Σοφ. Ἠλ. 917, κτλ· ἐν γόοις π. [τινι] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1079.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 se tenir auprès de, τινι;
2 assister, secourir, τινι.
Étymologie: παραστάτης.

Greek Monotonic

παραστᾰτέω: μέλ. -ήσω·
1. στέκομαι δίπλα ή κοντά, σε Τραγ.
2. στέκομαι δίπλα, υποστηρίζω, βοηθώ, τινί, σε Αισχύλ., Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

παραστᾰτέω: 1) стоять возле (θρόνοις πέλας Soph.; Ἀδράστῳ πλησίον Eur.): φόβος ἀνθ᾽ ὕπνου παραστατεῖ Aesch. страх вместо сна стоит у ложа (Агамемнона);
2) быть в помощь, помогать (τινι Soph., Arph.).