παραστάτις: Difference between revisions
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραστάτῐς:''' -ῐδος, θηλ. του [[παραστάτης]], [[βοηθός]], [[επίκουρος]], σε Σοφ., Ξεν. | |lsmtext='''παραστάτῐς:''' -ῐδος, θηλ. του [[παραστάτης]], [[βοηθός]], [[επίκουρος]], σε Σοφ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραστάτις:''' ῐδος (τᾰ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> стоящая рядом: [[ἐπεῖδον]], ὡς δὴ πλησία π. Soph. я видела, ибо стояла тут же рядом;<br /><b class="num">2)</b> помощница, защитница Soph., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 1 January 2019
English (LSJ)
[στᾰ], ῐδος, fem. of παραστάτης, S.Tr.889 ;
A helper, Id.OC559, X.Mem. 2.1.32, etc. II παραστατίς (sic)· ἀγγεῖον θερμαντικόν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 500] ιδος, ἡ, fem. von παραστάτης, Beistand, Gehülfinn, Soph. O. C. 559 Trach. 891; τινί, Xen. Mem. 2, 1, 32 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραστάτῐς: -ῐδος, θηλ. τοῦ παραστάτης, Σοφ. Τρ. 889· βοηθός, ἐπίκουρος, ἀντιλήπτωρ, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 559, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 32, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
femme ou déesse qui prête secours ou assistance.
Étymologie: παραστάτης.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) αγγείο θερμαντικό.
Greek Monotonic
παραστάτῐς: -ῐδος, θηλ. του παραστάτης, βοηθός, επίκουρος, σε Σοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
παραστάτις: ῐδος (τᾰ) ἡ
1) стоящая рядом: ἐπεῖδον, ὡς δὴ πλησία π. Soph. я видела, ибо стояла тут же рядом;
2) помощница, защитница Soph., Xen.