παρορύσσω: Difference between revisions
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρορύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκάβω]] κατά [[μήκος]] ή παραλλήλως, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμιλλώμαι]], σπρώχνομαι ο [[ένας]] με τον [[άλλο]], όπως έκαναν οι αθλητές που προπονούνταν για αγώνες, όπως ήταν οι Ολυμπιακοί. | |lsmtext='''παρορύσσω:''' Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[σκάβω]] κατά [[μήκος]] ή παραλλήλως, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αμιλλώμαι]], σπρώχνομαι ο [[ένας]] με τον [[άλλο]], όπως έκαναν οι αθλητές που προπονούνταν για αγώνες, όπως ήταν οι Ολυμπιακοί. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρορύσσω:''' атт. [[παρορύττω]]<br /><b class="num">1)</b> выкапывать рядом (τάφρον Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> рыть землю (одно из подготовительных упражнений для участников кулачных состязаний на Олимпийских празднествах) Diog. L. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 1 January 2019
English (LSJ)
Att. παρορύττω,
A dig alongside or parallel, τάφρον Th.6.101. II dig one against another, D.L.6.27 :—Med., Arr.Epict.3.15.4, Epict.Ench.29.2.
German (Pape)
[Seite 527] att. -ττω, dabei graben, τάφρον, Thuc. 6, 101; bes. um die Wette graben, schaufeln, Sp., wie Epict. 3, 15, 4; καὶ λακτίζειν, D. L. 6, 27, eine Vorübung, die von denen 30 Tage lang getrieben werden mußte, die in den olympischen Spielen als Faustkämpfer auftreten wollten. Vgl. Interprett. zu Theocr. 4, 10.
Greek (Liddell-Scott)
παρορύσσω: Ἀττικ. -ττω, ὀρύσσω πλησίον ἢ παραλλήλως, Θουκ. 6. 101. ΙΙ. ἁμιλλῶμαί τινι ἐν τῷ ὀρύττειν, Διογ. Λ. 6. 27· ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 15, 4, πρβλ. Ἐγχειρ. 29, ἔνθα ἴδε μακρὰν σημείωσιν Κοραῆ (σ. 128). Ἦτο δὲ τοῦτο προπαρασκευαστικὴ προγύμνασις ἐπὶ 40 συνεχεῖς ἡμέρας τῶν μελλόντων νὰ ἀγωνισθῶσιν εἰς τὴν πυγμὴν κατὰ τοὺς Ὀλυμπιακοὺς ἀγῶνας, ἴδε Ἑρμηνευτ. εἰς Θεόκρ. 40. 10.
French (Bailly abrégé)
creuser auprès, acc..
Étymologie: παρά, ὀρύσσω.
Greek Monolingual
και παρορύττω Α ορύσσω
1. κατασκευάζω όρυγμα δίπλα ή παράλληλα σε άλλο
2. συναγωνίζομαι με κάποιον στην κατασκευή ορύγματος.
Greek Monotonic
παρορύσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
I. σκάβω κατά μήκος ή παραλλήλως, σε Θουκ.
II. αμιλλώμαι, σπρώχνομαι ο ένας με τον άλλο, όπως έκαναν οι αθλητές που προπονούνταν για αγώνες, όπως ήταν οι Ολυμπιακοί.
Russian (Dvoretsky)
παρορύσσω: атт. παρορύττω
1) выкапывать рядом (τάφρον Thuc.);
2) рыть землю (одно из подготовительных упражнений для участников кулачных состязаний на Олимпийских празднествах) Diog. L.