πεμπτέος: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πεμπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[πέμπω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να σταλεί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>πεμπτέον</i>, αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να στείλει, σε Ξεν. | |lsmtext='''πεμπτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[πέμπω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να σταλεί, σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> <i>πεμπτέον</i>, αυτό που [[κάποιος]] πρέπει να στείλει, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεμπτέος:''' adj. verb. к [[πέμπω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 1 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A to be sent, Luc.Phal.1.11. II πεμπτέον, one must send, X.Cyr.8.1.11.
Greek (Liddell-Scott)
πεμπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ πέμπω, ὂν δεῖ πέμπειν, Λουκ. Φαλ. 11. ΙΙ. πεμπτέον, δεῖ πέμπειν, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
adj. verb. de πέμπω.
Greek Monotonic
πεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του πέμπω·
I. αυτός που πρέπει να σταλεί, σε Λουκ.
II. πεμπτέον, αυτό που κάποιος πρέπει να στείλει, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πεμπτέος: adj. verb. к πέμπω.