παρῆλιξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?

Sophocles, Antigone, 464-5
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρῆλιξ:''' -ῐκος, ὁ, ἡ, αυτός που υπερβαίνει τη [[νεότητα]], ηλικιωμένος, [[γηραιός]], σε Πλούτ., Ανθ.
|lsmtext='''παρῆλιξ:''' -ῐκος, ὁ, ἡ, αυτός που υπερβαίνει τη [[νεότητα]], ηλικιωμένος, [[γηραιός]], σε Πλούτ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρῆλιξ:''' ῐκος adj. старящийся, пожилой Plut., Anth.
}}
}}

Revision as of 01:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρῆλιξ Medium diacritics: παρῆλιξ Low diacritics: παρήλιξ Capitals: ΠΑΡΗΛΙΞ
Transliteration A: parē̂lix Transliteration B: parēlix Transliteration C: pariliks Beta Code: parh=lic

English (LSJ)

ῐκος, ὁ, ἡ,

   A past one's prime, Plu.Alex.32 : with neut., παρήλικα παιδικά AP12.228 (Strat.) : Comp. -έστερος Sor.1.15.    II past the age-limit of service, POxy.1257.2 (iii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 520] ὁ, ἡ, wie πάρηβος, abnehmend an Kraft; Plut. Alex. 32 u. öfter; παρήλικα παιδικά, Strat. 70 (XII, 228); Sp. haben den compar. παρηλικέστερος.

Greek (Liddell-Scott)

παρῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ πάρηβος, ὁ ὑπερβὰς τὴν νεανικὴν ἀκμήν, Πλουτ. Ἀλέξ. 32˙ μετ’ οὐδετ., παρήλικα παιδικὰ Ἀνθ. Π. 12. 228˙ ἴδε ὁμῆλιξ καὶ πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 289.

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ, ἡ)
qui n’est plus dans la force de l’âge, qui est sur son déclin.
Étymologie: παρά, ἧλιξ.

Greek Monotonic

παρῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ, αυτός που υπερβαίνει τη νεότητα, ηλικιωμένος, γηραιός, σε Πλούτ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

παρῆλιξ: ῐκος adj. старящийся, пожилой Plut., Anth.