παρευδιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />ζω ήρεμα και αρμονικά με τους γείτονες μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εὐδιάζω]] / -<i>ομαι</i> «[[γαληνεύω]], [[ησυχάζω]]»].
|mltxt=Α<br />ζω ήρεμα και αρμονικά με τους γείτονες μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εὐδιάζω]] / -<i>ομαι</i> «[[γαληνεύω]], [[ησυχάζω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''παρευδιάζομαι:''' жить безмятежно, наслаждаться покоем: [[ἦγον]] τὴν εἰρήνην ἀεὶ παρευδιαζόμενοι Polyb. (мессенцы) всегда наслаждались безмятежным миром.
}}
}}

Revision as of 01:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρευδῐάζομαι Medium diacritics: παρευδιάζομαι Low diacritics: παρευδιάζομαι Capitals: ΠΑΡΕΥΔΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: pareudiázomai Transliteration B: pareudiazomai Transliteration C: parevdiazomai Beta Code: pareudia/zomai

English (LSJ)

   A live at peace with one's neighbours, Plb.4.32.5.

German (Pape)

[Seite 519] = παρευδιάω, Pol. 4, 32, 5, ἦγον τὴν εἰρήνην ἀεὶ παρευδιαζόμενοι.

Greek (Liddell-Scott)

παρευδιάζομαι: ζῶ ἡσύχως μεταξὺ ἄλλων, ἦγον τὴν εἰρήνην παρευδιαζόμενοι Πολύβ. 4. 32, 5.

Greek Monolingual

Α
ζω ήρεμα και αρμονικά με τους γείτονες μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εὐδιάζω / -ομαι «γαληνεύω, ησυχάζω»].

Russian (Dvoretsky)

παρευδιάζομαι: жить безмятежно, наслаждаться покоем: ἦγον τὴν εἰρήνην ἀεὶ παρευδιαζόμενοι Polyb. (мессенцы) всегда наслаждались безмятежным миром.