περιαρμόζω: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιαρμόζω:''' [[προσαρμόζω]] [[κάτι]] σε κύκλο, <i>τί τινι</i>, σε Πλούτ.
|lsmtext='''περιαρμόζω:''' [[προσαρμόζω]] [[κάτι]] σε κύκλο, <i>τί τινι</i>, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιαρμόζω:''' <b class="num">1)</b> прилаживать, прикреплять, приделывать (τί τινι Plut.; τι περί τι Arst.): πώγωνας περιηρμοσμέναι Arph. прицепив себе бороды;<br /><b class="num">2)</b> плотно прилегать (προσμένειν καὶ π. τινί Arst.).
}}
}}

Revision as of 01:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαρμόζω Medium diacritics: περιαρμόζω Low diacritics: περιαρμόζω Capitals: ΠΕΡΙΑΡΜΟΖΩ
Transliteration A: periarmózō Transliteration B: periarmozō Transliteration C: periarmozo Beta Code: periarmo/zw

English (LSJ)

   A fasten, fit on, Pl.Ax.366a; τοῖς θυρεοῖς κύκλῳ π. λεπίδα χαλκῆν Plu.Cam.40; τάφον τινί Philostr.Her.1.2:—Pass., of persons, πώγωνας περιηρμος μέναι having them fastened on, Ar.Ec.274; of things, to be fastened on, περί τι Arist.HA500a9; τῷ πέρατι Antyll. ap. Orib. 10.19.4; τοῖς σφυροῖς Jul.Or.2.57c.    II intr., fit closely round, Arist.Mech.854a22.

German (Pape)

[Seite 569] ringsumher anfügen; ἡνίκ' ἂν τοὺς πώγωνας ἀκριβώσητε περιηρμοσμέναι, Ar. Eccl. 274; Plat. Ax. 366 a; im aor. περιήρμοσεν Plut., τινί, de adul. et am. discr. 6.

Greek (Liddell-Scott)

περιαρμόζω: προσαρμόζω τι κύκλῳ, Πλάτ. Ἀξ. 366Α· τοῖς θυρεοῖς π. λεπίδα χαλκῆν Πλουτ. Κάμιλλ. 40. ― Παθ., ἐπὶ προσώπων, πώγωνας περιηρμοσμέναι, ἔχουσαι προσδεδεμένους πώγωνας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 271· ἐπὶ πραγμάτων, προσαρτῶμαι ἐπί τινος, ἐπιδένομαι, περί τι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 37. ΙΙ. ἀμετάβ., στενῶς ἁρμόζω πανταχόθεν, ὁ αὐτ. ἐν Μηχαν. 21, 1.

French (Bailly abrégé)

ajuster tout autour : τινί τι PLUT une chose à une autre.
Étymologie: περί, ἁρμόζω.

Greek Monolingual

Α
1. προσαρμόζω κάτι ολόγυρα («τοῑς δὲ θυρεοῑς κύκλῳ, περιήρμοσε λεπίδα χαλκῆν», Πλούτ.)
2. είμαι στενά συνδεδεμένος από όλες τις πλευρές
3. μέσ. περιαρμόζομαι
φορώ
4. παθ. (για πράγματα) είμαι προσαρτημένος πάνω σε κάτι («περὶ ὃ δὲ τοῡτο περιήρμοσται τὸ στερεὸν ἐκ τῶν ὀστῶν», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

περιαρμόζω: προσαρμόζω κάτι σε κύκλο, τί τινι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

περιαρμόζω: 1) прилаживать, прикреплять, приделывать (τί τινι Plut.; τι περί τι Arst.): πώγωνας περιηρμοσμέναι Arph. прицепив себе бороды;
2) плотно прилегать (προσμένειν καὶ π. τινί Arst.).