περικάδομαι: Difference between revisions
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περικάδομαι:''' Δωρ. αντί -[[κήδομαι]]. | |lsmtext='''περικάδομαι:''' Δωρ. αντί -[[κήδομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περικάδομαι:''' дор. = [[περικήδομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 1 January 2019
English (LSJ)
Dor. for -κήδομαι.
Greek (Liddell-Scott)
περικάδομαι: Δωρ. ἀντὶ -κήδομαι, μάλα ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι Πινδ. Ν. 10, 100.
English (Slater)
περικᾱδομαι
1 care for c. gen. (Διόσκουροι) ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν, μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (N. 10.54)
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. περικήδομαι.
Greek Monotonic
περικάδομαι: Δωρ. αντί -κήδομαι.
Russian (Dvoretsky)
περικάδομαι: дор. = περικήδομαι.