περικάδομαι: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περικάδομαι:''' Δωρ. αντί -[[κήδομαι]].
|lsmtext='''περικάδομαι:''' Δωρ. αντί -[[κήδομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''περικάδομαι:''' дор. = [[περικήδομαι]].
}}
}}

Revision as of 02:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικάδομαι Medium diacritics: περικάδομαι Low diacritics: περικάδομαι Capitals: ΠΕΡΙΚΑΔΟΜΑΙ
Transliteration A: perikádomai Transliteration B: perikadomai Transliteration C: perikadomai Beta Code: perika/domai

English (LSJ)

Dor. for -κήδομαι.

Greek (Liddell-Scott)

περικάδομαι: Δωρ. ἀντὶ -κήδομαι, μάλα ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι Πινδ. Ν. 10, 100.

English (Slater)

περικᾱδομαι
   1 care for c. gen. (Διόσκουροι) ἀγώνων μοῖραν Ἑρμᾷ καὶ σὺν Ἡρακλεῖ διέποντι θάλειαν, μάλα μὲν ἀνδρῶν δικαίων περικαδόμενοι (N. 10.54)

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) βλ. περικήδομαι.

Greek Monotonic

περικάδομαι: Δωρ. αντί -κήδομαι.

Russian (Dvoretsky)

περικάδομαι: дор. = περικήδομαι.