περίρρανσις: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
(32) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-άνσεως, ἡ, Α [[περιρραίνω]]<br />η [[πράξη]] του [[περιρραίνω]], ο [[περιρραντισμός]], η περιύγρανση. | |mltxt=-άνσεως, ἡ, Α [[περιρραίνω]]<br />η [[πράξη]] του [[περιρραίνω]], ο [[περιρραντισμός]], η περιύγρανση. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίρρανσις:''' εως ἡ окропление, омовение Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:04, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A lustral besprinkling, Pl.Cra.Cra.405b.
Greek (Liddell-Scott)
περίρρανσις: ἡ, τὸ περιρραίνειν, περιρραντισμός, Πλάτ. Κρατ. 405Β.
Greek Monolingual
-άνσεως, ἡ, Α περιρραίνω
η πράξη του περιρραίνω, ο περιρραντισμός, η περιύγρανση.
Russian (Dvoretsky)
περίρρανσις: εως ἡ окропление, омовение Plat.