περιπνιγής: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(32) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, Α [[περιπνίγω]]<br />αυτός που πιέζεται ασφυκτικά από όλες τις πλευρές. | |mltxt=-ές, Α [[περιπνίγω]]<br />αυτός που πιέζεται ασφυκτικά από όλες τις πλευρές. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιπνῐγής:''' сдавленный со всех сторон Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A suffocated, choked, Nic. Th.432, J.AJ7.13.3 ; ὑπὸ τοῦ θνμοῦ Agatharch.76 ; τῇ τῆς ἀναπνοῆς φθορᾷ D.S.38.4 :—also περί-πνῑγος, ον, Sch.Nic.Th.432.
German (Pape)
[Seite 588] ές, von allen Seiten bis zum Ersticken gedrückt, fast erstickt; Nic. Ther. 432; D. Sic. 3, 34.
Greek (Liddell-Scott)
περιπνῐγής: -ές, ὁ περιπνίγων, πνίγων πανταχόθεν, Νικ. Θηρ. 432, Διόδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 381. 40, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 7. 13, 3.
Greek Monolingual
-ές, Α περιπνίγω
αυτός που πιέζεται ασφυκτικά από όλες τις πλευρές.
Russian (Dvoretsky)
περιπνῐγής: сдавленный со всех сторон Diod.