περσοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source
(32)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για τον Θεμιστοκλή) αυτός που σκότωσε, που εξόντωσε τους Πέρσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πέρσης]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-[[κτόνος]].
|mltxt=-ον, Α<br />(για τον Θεμιστοκλή) αυτός που σκότωσε, που εξόντωσε τους Πέρσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[Πέρσης]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>παιδο</i>-[[κτόνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''περσοκτόνος:''' убивающий персов ([[Θεμιστοκλῆς]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 02:08, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 603] Perser tödtend, Sp.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τον Θεμιστοκλή) αυτός που σκότωσε, που εξόντωσε τους Πέρσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πέρσης + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. παιδο-κτόνος.

Russian (Dvoretsky)

περσοκτόνος: убивающий персов (Θεμιστοκλῆς Plut.).