Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περονατρίς: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(32)
(3b)
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[περονητρίς]], -[[ίδος]], ἡ Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) δωρικό γυναικείο [[ένδυμα]] που στερεωνόταν με [[περόνη]], με [[πόρπη]] («τώμπέχονον και τάν περονατρίδα λάζεν», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περονῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] (<b>πρβλ.</b> <i>πελεκη</i>-[[τρίς]])].
|mltxt=και [[περονητρίς]], -[[ίδος]], ἡ Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) δωρικό γυναικείο [[ένδυμα]] που στερεωνόταν με [[περόνη]], με [[πόρπη]] («τώμπέχονον και τάν περονατρίδα λάζεν», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περονῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[τρίς]] (<b>πρβλ.</b> <i>πελεκη</i>-[[τρίς]])].
}}
{{elru
|elrutext='''περονᾱτρίς:''' ίδος ἡ дор. = * [[περονητρίς]].
}}
}}

Revision as of 02:08, 1 January 2019

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
c. περόναμα.
Étymologie: περονάω.

Greek Monolingual

και περονητρίς, -ίδος, ἡ Α
(δωρ. τ.) δωρικό γυναικείο ένδυμα που στερεωνόταν με περόνη, με πόρπη («τώμπέχονον και τάν περονατρίδα λάζεν», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περονῶ + επίθημα -τρίς (πρβλ. πελεκη-τρίς)].

Russian (Dvoretsky)

περονᾱτρίς: ίδος ἡ дор. = * περονητρίς.