πλάγγος: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
(32)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] αετού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από θ. <i>πλαγγ</i>- του ρ. [[πλάζω]] / <i>πλάζομαι</i> «περιπλανιέμαι» (<b>βλ. λ.</b> [[πλάζω]]), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»].
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] αετού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από θ. <i>πλαγγ</i>- του ρ. [[πλάζω]] / <i>πλάζομαι</i> «περιπλανιέμαι» (<b>βλ. λ.</b> [[πλάζω]]), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»].
}}
{{elru
|elrutext='''πλάγγος:''' ὁ планг (разновидность орла) Arst.
}}
}}

Revision as of 02:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλάγγος Medium diacritics: πλάγγος Low diacritics: πλάγγος Capitals: ΠΛΑΓΓΟΣ
Transliteration A: plángos Transliteration B: plangos Transliteration C: plaggos Beta Code: pla/ggos

English (LSJ)

ὁ, a kind of

   A eagle, Arist.HA618b23.

German (Pape)

[Seite 623] ὁ, eine Adlerart, auch νηττοφόνος u. μόρφνος, lat, plancus, Arist. H. A. 9, 32.

Greek (Liddell-Scott)

πλάγγος: ὁ, εἶδος ἀετοῦ, ἴδε ἐν λ. περκνός.

Greek Monolingual

ὁ, Α
είδος αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. πλαγγ- του ρ. πλάζω / πλάζομαι «περιπλανιέμαι» (βλ. λ. πλάζω), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»].

Russian (Dvoretsky)

πλάγγος: ὁ планг (разновидность орла) Arst.