πλάγγος: Difference between revisions
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(32) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] αετού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από θ. <i>πλαγγ</i>- του ρ. [[πλάζω]] / <i>πλάζομαι</i> «περιπλανιέμαι» (<b>βλ. λ.</b> [[πλάζω]]), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»]. | |mltxt=ὁ, Α<br />[[είδος]] αετού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από θ. <i>πλαγγ</i>- του ρ. [[πλάζω]] / <i>πλάζομαι</i> «περιπλανιέμαι» (<b>βλ. λ.</b> [[πλάζω]]), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλάγγος:''' ὁ планг (разновидность орла) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 1 January 2019
English (LSJ)
ὁ, a kind of
A eagle, Arist.HA618b23.
German (Pape)
[Seite 623] ὁ, eine Adlerart, auch νηττοφόνος u. μόρφνος, lat, plancus, Arist. H. A. 9, 32.
Greek (Liddell-Scott)
πλάγγος: ὁ, εἶδος ἀετοῦ, ἴδε ἐν λ. περκνός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
είδος αετού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από θ. πλαγγ- του ρ. πλάζω / πλάζομαι «περιπλανιέμαι» (βλ. λ. πλάζω), με τη σημ. «αυτός που περιπλανάται»].
Russian (Dvoretsky)
πλάγγος: ὁ планг (разновидность орла) Arst.