πλινθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλινθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει πλίνθους, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πλινθοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει πλίνθους, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλινθοφόρος:''' ὁ подносчик кирпичей Arph.
}}
}}

Revision as of 02:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθοφόρος Medium diacritics: πλινθοφόρος Low diacritics: πλινθοφόρος Capitals: ΠΛΙΝΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: plinthophóros Transliteration B: plinthophoros Transliteration C: plinthoforos Beta Code: plinqofo/ros

English (LSJ)

(parox.), ον,

   A carrying bricks, Ar. Av.1134: as Subst., PSI6.672.5 (iii B.C.), etc.    2 πλινθοφόρος, ἡ, name of a coin (cf. κιστοφόρος 11), Inscr.Délos461Bb49 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 637] Ziegel tragend, Ar. Av. 1134.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθοφόρος: -ον, ὁ φέρων πλίνθους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134· ― πλινθοφορέω, φέρω, «κουβαλῶ» πλίνθους, αὐτόθι 1142, 1149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des briques, manœuvre ; titre d’une comédie de Diphile.
Étymologie: πλίνθος, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κουβαλάει πλίνθους («οὐκ Αἰγύπτιος πλινθοφόρος... παρῆν», Αριστοτ.)
2. το αρσ. ως ουσ. πλινθοφόρος
τεχνίτης που κουβαλά πλίνθους
3. το θηλ. ως ουσ. πλινθοφόρος
ονομασία νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. μαχαιρο-φόρος.

Greek Monotonic

πλινθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει πλίνθους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πλινθοφόρος: ὁ подносчик кирпичей Arph.