πλούταξ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(33)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />ο [[αγροίκος]] [[πλούσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, το οποίο έχει [[συχνά]] μειωτική σημ. (<b>πρβλ.</b> <i>θαλάμ</i>-<i>αξ</i>, <i>στό</i>-<i>αξ</i>)].
|mltxt=-ακος, ὁ, Α<br />ο [[αγροίκος]] [[πλούσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλοῦτος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, το οποίο έχει [[συχνά]] μειωτική σημ. (<b>πρβλ.</b> <i>θαλάμ</i>-<i>αξ</i>, <i>στό</i>-<i>αξ</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''πλούταξ:''' ᾱκος ὁ презр. богатей, богач Men.
}}
}}

Revision as of 02:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλούταξ Medium diacritics: πλούταξ Low diacritics: πλούταξ Capitals: ΠΛΟΥΤΑΞ
Transliteration A: ploútax Transliteration B: ploutax Transliteration C: ploytaks Beta Code: plou/tac

English (LSJ)

ᾱκος, ὁ,

   A rich fool, Eup.159.9, adopted by Men.462.10.

German (Pape)

[Seite 638] ακος, ὁ, ein unmäßig Reicher, mit verächtlichem Nebenbegriff, etwa Reichling, Reichbold, komisches Wort des Eupolis bei Ath. VI, 236 f; Poll. 3, 109; vgl. Mein. Menand. p. 161.

Greek (Liddell-Scott)

πλούταξ: -ᾱκος, ὁ, ἄγροικος πλούσιος, Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» Ι. 9, παραληφθὲν καὶ ὑπὸ τοῦ Μενάνδρ. ἐν «Τροφωνίῳ» 1· πρβλ πήλαξ, στόμφαξ, καὶ τὴν λατ. κατάληξιν -ax.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, Α
ο αγροίκος πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επίθημα -αξ, -ακος, το οποίο έχει συχνά μειωτική σημ. (πρβλ. θαλάμ-αξ, στό-αξ)].

Russian (Dvoretsky)

πλούταξ: ᾱκος ὁ презр. богатей, богач Men.