πολυβαφής: Difference between revisions

From LSJ

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολυβᾰφής:''' -ές ([[βάπτω]]), αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο [[νερό]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολυβᾰφής:''' -ές ([[βάπτω]]), αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο [[νερό]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυβαφής:''' глубоко погрузившийся (в море), затонувший (σώματα, v. l. μέλεα Aesch.).
}}
}}

Revision as of 02:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβᾰφής Medium diacritics: πολυβαφής Low diacritics: πολυβαφής Capitals: ΠΟΛΥΒΑΦΗΣ
Transliteration A: polybaphḗs Transliteration B: polybaphēs Transliteration C: polyvafis Beta Code: polubafh/s

English (LSJ)

ές,

   A much-dipped, of drowned men, A.Pers.275 (lyr.), but v. ἁλιβαφής.

German (Pape)

[Seite 660] ές, vielfach untergetaucht, ἁλίδονα σώματα, Aesch. Pers. 275.

Greek (Liddell-Scott)

πολυβᾰφής: -ές, ὁ πολλάκις βυθισθεὶς εἰς τὸ ὕδωρ, ἐπὶ ἀνθρώπων πνιγέντων ἐν ὕδατι, ἀλλ’ ἴδε ἁλιβαφής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
plusieurs fois submergé.
Étymologie: πολύς, βάπτω.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για πτώματα πνιγμένων) αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο νερόφίλων ἀλίδονα μέλεα πολυβαφῆ κατθανόντα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βαφής (< βάπτω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. αλι-βαφής].

Greek Monotonic

πολυβᾰφής: -ές (βάπτω), αυτός που έχει βυθιστεί πολλές φορές στο νερό, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πολυβαφής: глубоко погрузившийся (в море), затонувший (σώματα, v. l. μέλεα Aesch.).