πολυαστράγαλος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυαστράγᾰλος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές αρθρώσεις, σε Ανθ. | |lsmtext='''πολυαστράγᾰλος:''' -ον, αυτός που έχει πολλές αρθρώσεις, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυαστράγαλος:''' (ρᾰ) унизанный множеством костяшек, узловатый (ἡ [[μάστις]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:28, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰγ], ον,
A strung with many knucklebones, μάστις π., = ἀστραγαλωτή, AP6.234 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 660] mit vielen Wirbelknochen, μάστιν, Eryc. 2 (VI, 234).
Greek (Liddell-Scott)
πολυαστράγᾰλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστραγάλους, κόμπους, μάστιν τὰν πολυαστράγαλον = ἀστραγαλωτήν, Ἀνθ. Π. 6. 234.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux nœuds nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀστράγαλος.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλούς αστραγάλους, δηλαδή πολλούς κόμπους
2. φρ. «μάστις πολυαστράγαλος» — είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀστράγαλος (πρβλ. καλλι-αστράγαλος)].
Greek Monotonic
πολυαστράγᾰλος: -ον, αυτός που έχει πολλές αρθρώσεις, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πολυαστράγαλος: (ρᾰ) унизанный множеством костяшек, узловатый (ἡ μάστις Anth.).