πολιά: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(6)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολιά:''' ἡ ([[πολιός]]), το γκρίζο [[χρώμα]] των μαλλιών, σε Μένανδρ.
|lsmtext='''πολιά:''' ἡ ([[πολιός]]), το γκρίζο [[χρώμα]] των μαλλιών, σε Μένανδρ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολιά:''' ион. [[πολιή]] ἡ<br /><b class="num">1)</b> седина Men., Arph., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> старческий возраст, старость Luc., Anth.
}}
}}

Revision as of 02:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῐά Medium diacritics: πολιά Low diacritics: πολιά Capitals: ΠΟΛΙΑ
Transliteration A: poliá Transliteration B: polia Transliteration C: polia Beta Code: polia/

English (LSJ)

ἡ,

   A greyness of hair, Men.Mon.705; as a disease, Arist.GA 784b13, Pr.894b9, Fr.235; σεμνὴ π. LXX 4 Ma.7.15, cf. Plu.2.4ib, Chor. p.15B., al.; πολιή σε κατεύνασε AP5.219 (Agath.): concrete, πολλῆς μὲν νεότητος, πολλῆς δὲ πολιᾶς εἰσιούσης Chor. in Lib.4.516R.

Greek (Liddell-Scott)

πολιά: ἡ, ἡ τῶν τριχῶν λευκότης, πολιὰ χρόνου μήνυσις, οὐ φρονήσεως Μενάνδρ. Μονόστιχ. 705. μνημονευομένη ὡς ἀσθένεια, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 4, 6, πρβλ. Προβλ. 9. 34, Ἀποσπ. 226· πρβλ. πολιὸς Ι. 2, πολιότης.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
chevelure gris-blanc.
Étymologie: πολιός.

Greek Monolingual

ἡ, Α πολιός
1. η λευκότητα τών τριχών της κεφαλής («πολιά χρόνου μήνυσις, οὐ φρόνησις», Μέν.)
2. η γεροντική ηλικία, το γήρας
3. αρχαιότητα.

Greek Monotonic

πολιά: ἡ (πολιός), το γκρίζο χρώμα των μαλλιών, σε Μένανδρ.

Russian (Dvoretsky)

πολιά: ион. πολιή
1) седина Men., Arph., Anth.;
2) старческий возраст, старость Luc., Anth.