πολύρροδος: Difference between revisions
From LSJ
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύρροδος:''' -ον, [[άφθονος]] σε τριαντάφυλλα, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πολύρροδος:''' -ον, [[άφθονος]] σε τριαντάφυλλα, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύρροδος:''' обильно поросший розами ([[λειμών]] Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A abounding in roses, λειμῶνες Ar.Ra.449 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύρροδος: -ον, (ῥόδον) ὁ ἔχων ἀφθονίαν ῥόδων, λειμὼν Ἀριστοφ. Βάτρ. 548.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
plein de roses.
Étymologie: πολύς, ῥόδον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά ρόδα, πολλά τριαντάφυλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥόδον (πρβλ. φοινικό-ρροδος].
Greek Monotonic
πολύρροδος: -ον, άφθονος σε τριαντάφυλλα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πολύρροδος: обильно поросший розами (λειμών Arph.).