πολύρρυτος: Difference between revisions
From LSJ
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύρρῠτος:''' -ον, αυτός που ρέει [[πολύ]] ή με [[μεγάλη]] [[δύναμη]], σε Σοφ. | |lsmtext='''πολύρρῠτος:''' -ον, αυτός που ρέει [[πολύ]] ή με [[μεγάλη]] [[δύναμη]], σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύρρῠτος:''' <b class="num">1)</b> обильно текущий, многоводный ([[πόρος]] [[ἁλμήεις]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> льющийся рекой ([[αἷμα]] Soph. - v. l. [[παλίρρυτος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:44, 1 January 2019
English (LSJ)
A f.l. for παλίρρυτος, S. El.1420.
Greek (Liddell-Scott)
πολύρρῠτος: -ον, ὁ πολὺ ἢ ἰσχυρῶς ῥέων, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 843· ἐν Σοφ. Ἠλ. 1420, ὁ Bothe διώρθωσε παλίρρυτον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au cours abondant ou impétueux.
Étymologie: πολύς, ῥέω.
Greek Monolingual
και πολύρυτος, -ον, Α
(για τη θάλασσα) αυτός που ρέει, που κυλάει με μεγάλη δύναμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥυτός (< ῥέω), πρβλ. μελί-ρρυτος].
Greek Monotonic
πολύρρῠτος: -ον, αυτός που ρέει πολύ ή με μεγάλη δύναμη, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
πολύρρῠτος: 1) обильно текущий, многоводный (πόρος ἁλμήεις Aesch.);
2) льющийся рекой (αἷμα Soph. - v. l. παλίρρυτος).