προεξετάζω: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war

Source
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προεξετάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξετάζω]] από [[πριν]], σε Λουκ.
|lsmtext='''προεξετάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εξετάζω]] από [[πριν]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''προεξετάζω:''' заранее исследовать (τι Luc., Sext.).
}}
}}

Revision as of 02:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξετάζω Medium diacritics: προεξετάζω Low diacritics: προεξετάζω Capitals: ΠΡΟΕΞΕΤΑΖΩ
Transliteration A: proexetázō Transliteration B: proexetazō Transliteration C: proeksetazo Beta Code: proeceta/zw

English (LSJ)

   A examine beforehand, τόπους, εἰ βέβηλοι Ph.2.271, cf. Luc.Merc.Cond.5, Gal.6.723, S.E.M.8.265:—Pass., J.Ap.2.1.    II prefer, τῆς τοῦ σώματος ἀγχιστείας τὴν τῆς ψυχῆς π. Them.Or.5.65c.

German (Pape)

[Seite 721] vorher ausforschen, Luc. merc. cond. 5.

Greek (Liddell-Scott)

προεξετάζω: ἐξετάζω πρότερον, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 5. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 265.

French (Bailly abrégé)

examiner à fond, d’avance.
Étymologie: πρό, ἐξετάζω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
εξετάζω προηγουμένως κάτι
αρχ.
προτιμώ, προκρίνω.

Greek Monotonic

προεξετάζω: μέλ. -σω, εξετάζω από πριν, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

προεξετάζω: заранее исследовать (τι Luc., Sext.).