προαναιρέω: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προαναιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ανεῖλον</i>· [[απομακρύνω]] από [[πριν]], [[αναιρώ]] εκ των προτέρων, [[αποσύρω]] προκαταβολικά, σε Δημ.· [[αναιρώ]] όσα σκόπευα να πω εξαιτίας μιας πρόβλεψης, σε Αριστ. | |lsmtext='''προαναιρέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. βʹ <i>-ανεῖλον</i>· [[απομακρύνω]] από [[πριν]], [[αναιρώ]] εκ των προτέρων, [[αποσύρω]] προκαταβολικά, σε Δημ.· [[αναιρώ]] όσα σκόπευα να πω εξαιτίας μιας πρόβλεψης, σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προᾰναιρέω:''' (aor. 2 προανεῖλον)<br /><b class="num">1)</b> заранее уничтожать, похищать, губить (τινα Isocr., Plut., Luc.); заранее расточать (τοὺς χρόνους Dem.);<br /><b class="num">2)</b> заранее опровергать: ἃ ἐροῦσι προανελών Arst. предвосхитив в своем возражении то, что они могли сказать. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:52, 1 January 2019
English (LSJ)
A take away before, ἢν μή με προανέλῃ τὸ γῆρας Isoc.12.34; τοὺς χρόνους π. τῆς πόλεως D.19.183; ἃ ἐροῦσι π. refute by anticipation, Arist.Rh.1418b11; kill, destroy first, ἀδελφὸν φαρμάκοις J.AJ 15.4.1, cf. Plu.Caes.28, Luc.JTr.25, App.Mith.48, Ach. Tat.3.4; τῆς αἰσθήσεως προανελὼν τὸ αἰσθανόμενον, i.e. πρὸ τῆς αἰσθήσεως, Plu.2.517a:—Pass., Id.2.820f, Hld.9.24. II Med., catch first, [τὴν σφαῖραν] Poll.9.104. III Pass., to be chosen as a representative, IG12(7).22.5 (Amorgos, iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 706] (s. αἱρέω), vorher auf- und wegnehmen, wegschaffen; τοὺς χρόνους εἰ μὴ προανεῖλε τῆς πόλεως, Dem. 19, 183; Arist. rhet. 3, 17; ἢν μή με προανέλῃ τὸ γῆρας, vorher hinraffen, Isocr. 12, 34; auch = tödten, Plut. comp. Pelop. 1.
Greek (Liddell-Scott)
προαναιρέω: ἀφαιρῶ ἐκ τοῦ μέσου πρότερον, ἢν μή με προανέλῃ τὸ γῆρας Ἰσοκρ. 239Ε· τοὺς χρόνους εἰ μὴ προανεῖλε τῆς πόλεως Δημ. 398 ἐν τέλ.· ἃ ἐροῦσι προανελών, προαναιρέσας ὅσα ἔμελλον νὰ εἴπωσιν, Ἀριστ. Ρητορ. 3. 17, 14· τὸν ἀνταγωνιστὴν πρ. Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 25, κτλ. ― Μέσ., λαμβάνω, πιάνω πρῶτος, τὴν σφαῖραν Πολυδ. Θ΄, 104.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. προαναιρήσω, ao.2 προανεῖλον, etc.
emporter ou anéantir auparavant, acc. ; fig. réfuter d’avance, acc..
Étymologie: πρό, ἀναιρέω.
Greek Monotonic
προαναιρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -ανεῖλον· απομακρύνω από πριν, αναιρώ εκ των προτέρων, αποσύρω προκαταβολικά, σε Δημ.· αναιρώ όσα σκόπευα να πω εξαιτίας μιας πρόβλεψης, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
προᾰναιρέω: (aor. 2 προανεῖλον)
1) заранее уничтожать, похищать, губить (τινα Isocr., Plut., Luc.); заранее расточать (τοὺς χρόνους Dem.);
2) заранее опровергать: ἃ ἐροῦσι προανελών Arst. предвосхитив в своем возражении то, что они могли сказать.